ευθυγράμμιση

ευθυγράμμιση
και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω]
1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» — η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή)
2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία
3. (ραδιοηλ.) ο συντονισμός ενός κυκλώματος έτσι ώστε η ιδιοσυχνότητά του να συμπέσει με τη συχνότητα ταλαντώσεων τού ηλεκτρομαγνητικού πεδίου μέσα στο οποίο βρίσκεται το κύκλωμα
4. φρ. «ευθυγράμμιση πρόσθιου συστήματος αυτοκινήτου» — η διαδικασία με την οποία ρυθμίζονται όλα τα μέρη τού συστήματος τών πρόσθιων τροχών ενός αυτοκινήτου έτσι ώστε να εξουδετερώνεται ο ελκυσμός προς τα αριστερά ή δεξιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευθυγράμμιση — η το να φέρνω κάτι στην ευθεία γραμμή: Πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει ευθυγράμμιση του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθυγράμμιση πλανητών — (Αστρον.). Η διάταξη, προσεγγιστικά, σε ευθεία γραμμή των εξωτερικών πλανητών από τον Δία έως τον Ποσειδώνα που παρατηρείται περίπου κάθε 178 χρόνια. Η διάταξη αυτή των πλανητών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατευθυνθούν διαστημικά οχήματα από… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • ίσασμα — και ίσιασμα, το [ισάζω] ισασμός*, ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • ίσιασμα — και ίσασμα, το [ισιάζω] ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • αλφαδιά — η [αλφάδι] 1. η ευθύτητα και (συνήθως η οριζοντιότητα) μιας επιφάνειας 2. η οριζόντια ευθυγράμμιση τών κορυφών ή τών επιφανειών διαφόρων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • ευθυγράμμηση — η η ευθυγράμμιση …   Dictionary of Greek

  • ευθυγραμμίσιμος — η, ο [ευθυγράμμιση] αυτός που μπορεί να ευθυγραμμιστεί («ευθυγραμμίσιμο τόξο») …   Dictionary of Greek

  • ζύγισμα — και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) [ζυγίζω] 1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση τού βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά 2. ευθυγράμμιση 3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας 4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα,… …   Dictionary of Greek

  • ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”