ευθυγράμμιση — η το να φέρνω κάτι στην ευθεία γραμμή: Πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει ευθυγράμμιση του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθυγράμμιση πλανητών — (Αστρον.). Η διάταξη, προσεγγιστικά, σε ευθεία γραμμή των εξωτερικών πλανητών από τον Δία έως τον Ποσειδώνα που παρατηρείται περίπου κάθε 178 χρόνια. Η διάταξη αυτή των πλανητών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατευθυνθούν διαστημικά οχήματα από… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
ίσασμα — και ίσιασμα, το [ισάζω] ισασμός*, ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση … Dictionary of Greek
ίσιασμα — και ίσασμα, το [ισιάζω] ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση … Dictionary of Greek
αλφαδιά — η [αλφάδι] 1. η ευθύτητα και (συνήθως η οριζοντιότητα) μιας επιφάνειας 2. η οριζόντια ευθυγράμμιση τών κορυφών ή τών επιφανειών διαφόρων αντικειμένων … Dictionary of Greek
ευθυγράμμηση — η η ευθυγράμμιση … Dictionary of Greek
ευθυγραμμίσιμος — η, ο [ευθυγράμμιση] αυτός που μπορεί να ευθυγραμμιστεί («ευθυγραμμίσιμο τόξο») … Dictionary of Greek
ζύγισμα — και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) [ζυγίζω] 1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση τού βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά 2. ευθυγράμμιση 3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας 4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα,… … Dictionary of Greek
ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… … Dictionary of Greek